- σκουντουφλιάζω
- σκουντούφλιασα, γίνομαι σκυθρωπός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκουντουφλιάζω — σκουντουφλιάζω, σκουντούφλιασα, (σπάν.) σκουντουφλιασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σκουντουφλάω – σκουντουφλιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση εννοιών. Το σκουντουφλιάζω σημαίνει → γίνομαι σκουντούφλης, σκυθρωπός, ενώ το σκουντουφλάω →… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκουντουφλιάζω — Ν [σκουντούφλης] γίνομαι κατσούφης, κατσουφιάζω, σκυθρωπάζω … Dictionary of Greek
σκουντουφλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), σκουντούφλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: σκουντουφλάω – σκουντουφλιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση εννοιών. Το σκουντουφλιάζω σημαίνει → γίνομαι σκουντούφλης, σκυθρωπός, ενώ το σκουντουφλάω → σκοντάφτω ή παραπατάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκουντούφλιασμα — το, Ν [σκουντουφλιάζω] κατσούφιασμα, συνοφρύωση, σκυθρωπασμός … Dictionary of Greek
σκυθρωπάζω — ΝΑ [σκυθρωπός] παίρνω σκυθρωπή έκφραση, γίνομαι σκυθρωπός, κατσουφιάζω, σκουντουφλιάζω αρχ. έχω χρώμα σκούρο, σκοτεινό ή λυπημένο και μελαγχολικό … Dictionary of Greek